- καμιζόλα
- ηείδος φαρδιού και ελαφρού γυναικείου πουκάμισου, ευρύχωρος γυναικείος χιτώνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. camisole < ιταλ. camiciola, υποκορ. τού λατ. camicia «γυναικείο πουκάμισο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμιζόλα — η (λ. ιταλ.), είδος ευρύχωρου γυναικείου πουκάμισου: Της αρέσει να φορεί καμιζόλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εσωκάρδιο — και σωκάρδι, το 1. γιλέκο 2. εσωτερικό στηθαίο ένδυμα τών γυναικών, καμιζόλα, μπούστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + κάρδιο < καρδιά (πρβλ. μυο κάρδιο)] … Dictionary of Greek